- χύμα
- -ύματος, το, ΝΜΑ, και χῡμα Ανεοελλ.1. (ως άκλ. επίθ.) (για εμπορεύματα και άλλα υλικά) αυτός που δεν είναι συσκευασμένος (α. «πουλάει χύμα κρασί» β. «αγόρασα ρύζι χύμα»)2. (ως επίρρ.) ανάκατα, σωρηδόν («τοποθέτησε όλο το φορτίο χύμα»)3. η κατηφοριά4. φρ. α) «τού τά είπα χύμα» — τού μίλησα σκληρά, τόν επέπληξα χωρίς ενδοιασμούςβ) «χύμα και τσουβαλάτα» — χωρίς περιστροφές, χωρίς καμιά επιφύλαξηνεοελλ.-μσν.(ως επίρρ.) (για τροπάρια) διαβαστά, χωρίς τη μελωδίαμσν.-αρχ.καθετί που χύνεται, που ρέει προς τα έξω ή προς τα κάτω (α. «περιέχει καὶ στερεοὺς τόπους τὸ πολὺ τοῡτο χύμα τοῡ ὑγροῡ», Ευστ.β. «ζῷον ὃ... κατασκευάζει χῡμα διάφορον τῇ γλυκύτητι τοῡ παρ' ἡμῑν μέλιτος οὐ πολὺ λειπόμενον», Διόδ.)αρχ.1. ως επίθ. (για ανδριάντα) κατασκευασμένος από χυτό μέταλλο («Ἀλφιάδης χῡμα», επιγρ.)2. όγκος μετάλλου («χύμα χρυσοῡν», επιγρ.)3. υλικό, συστατικό («τὰ χύματα τῶν σφαιρῶν», Φιλόπ.)4. μτφ. μεγάλο πλήθος, άμετρη ποσότητα («τὸ χύμα τῶν ἀριθμῶν», ΠΔ)5. φρ. «χύμα καρδίας» — περίσσευμα καρδιάς, μεγαλοψυχία (ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω + κατάλ. -μα (πρβλ. ῥεῦ-μα)].
Dictionary of Greek. 2013.